Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Επέτειος

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα–
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.

Ο. Ελύτης 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Οι Ελευθερωτές

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
της θύελλας, του λαού το δέντρο.
Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,
κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου
πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος
ψωμί στη γη να ξαναπέσει.

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο
απ’ τους γυμνούς νεκρούς θρεμμένο
νεκρούς δαρμένους, πληγιασμένους,
νεκρούς με μάγουλα μπασμένα,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
από φωτιά πυρπολημένους,
πετσοκομμένους με τσεκούρι,
από άλογο διαμελισμένους,
στην εκκλησία σταυρωμένους.

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες
ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο
οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,
και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του
κυλήσανε μες στον κορμό του.
Βγήκαν αόρατα λουλούδια
πολλές φορές ήταν θαμμένα,
κι άλλες φορές τα πέταλά τους
φεγγοβολάγαν σαν πλανήτες.

Κι ο άνθρωπος πήρε απ’ τα κλωνάρια
τα μεστωμένα τους μπουμπούκια,
σαν να ’ταν ρόδια ή μανόλιες
τα μοίρασε χέρι με χέρι
κι άξαφνα έσκασε το χώμα
και ψήλωσαν μέχρι τ’ αστέρια.

Είναι της λευτεριάς το δέντρο.
το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.
Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.
Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.
Το πνίγει η άγρια καταιγίδα
τούτης της μαύρης εποχής μας,
όμως αντέχει ο κορμός του
κι ο ρωμαλέος του αγώνας.

Κι είναι φορές που ξαναπέφτουν
χολεριασμένα τα κλαριά του,
στάχτη το πνίγει και σκεπάζει
το αλλοτινό του μεγαλείο:
κι έτσι γυρίσανε τα χρόνια
και βγήκε μέσα απ’ τα μαρτύρια,
ωσότου μυστικό ένα χέρι
και μπράτσα αμέτρητα υψωθήκαν,
ο λαός πήρε πελεκούδια,
έκρυψε κούτσουρα ατόφια,
με τα φιλιά του έβαλε φύλλα
στο διαλυμένο εκείνο δέντρο,
τα σκόρπισε σε χίλια μέρη
και με τις ρίζες του βαδίζει.
Ετούτο ’δω είναι το δέντρο,
του λαού, των λαών του κόσμου,
της λευτεριάς και του αγώνα.

Κοίτα επάνω απ’ τα κλαριά του,
τις νέες άγγιξε αστραπές του,
στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι
εκεί που δένει ο καρπός του,
σκόρπα το φως του κάθε μέρα.
Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,
μπες στο χορό αυτής της λάμψης,
πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,
πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου
γίνε φρουρός στο σύνορό σου,
στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.

Για τ’ άνθη πάλεψε που σβήνουν,
χώσου βαθιά στου εχθρού τις νύχτες,
βίγλισε της αυγής το στέμα,
ανάσανε το φως των άστρων,
βάστα το δέντρο αυτό, το δέντρο
στης γης το κέντρο, που ψηλώνει.

P. Neruda 

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Αρχαία ζωγραφιά

Ζωγράφε, με της ιερής σου εικόνας
την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,
αληθινά και αθέλητα σοφός,
ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει
ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας·

ιστόρισες την οικουμένη!
Σε πορφυρό μανδύα,
ω θάμπωμα του νου!
αγνή σαν ευωδία
των ρόδων τ’ ουρανού,

στο θρόνο με μαλλιά
χυτά ηλιοσταλαγμένα,
κρατάει στην αγκαλιά
τον Ιησού η Παρθένα.

Στα πόδια της μπροστά
ταπεινός ένας γέρνει
και μοσχοβολιστά
δώρα στον Κύριο φέρνει.

Και υψώνοντας αργά
η Παναγία το χέρι
τον άνθρωπο ευλογά
με γέλιο σαν αστέρι.

Και ολόφωτο αγγελούδι,
ψηλά απ’ τους μυστικούς
τους κόσμους με τραγούδι
που βλέπεις, δεν ακούς,
κατέβη, και βαστάει
στεφάνι από ακτίνες·

να στεφανώσει πάει
τη Δέσποινα μ’ εκείνες.
Κι από την άχραντη Μαριάμ που λάμπει στην πορφύρα,
κι από τον άγγελο, κι απ’ το θνητό, κι απ’ το Σωτήρα
θαρρείς πως βγαίνει μια φωνή και χύνεται στον αέρα:
— Δόξα εν Υψίστοις! Ένας Θεός γεννήθηκ’ εδώ πέρα!

Μα κοίτα! λίγο παραπέρα,
στην ίδια την εικόνα εκεί,
στην αύρα τη χαϊδευτική,
στον ήλιο τον υπέρξανθο, στην γελαστήν ημέρα,
απλώνετ’ ένα περιβόλι·

δέντρα, άνθη, χλόη, πουλιά, κλαδιά,
κελάηδισμα, δροσιά, ευωδιά,
ίσκιοι, νερά, φιλιά, φωλιές· αγάπη η φύση και όλη!
Και κάτου απ’ την πυκνή τη σκέπη
που πλέκει μια κληματαριά,

αφρόντιστο, σα να μη βλέπει
τίποτε γύρω, από καμιά μεριά,
εκεί που πλάι πλάι
πιο γλυκά η κιτριά μοσχοβολάει
και της βρυσούλας το νερό πιο μουσικά κυλιέται,

ένα ζευγάρι ερωτικό φιλιέται.
Και παραπέρα ακόμα,
στο λουλουδένιο στρώμα,
σιμά σε μιαν ελιά,
δυο άνθρωποι μιλούνε

για της ημέρας τη δουλειά,
και ξαποσταίνουν και γελούνε.
Κι άλλος εκεί παρέκει
συλλογισμένα στέκει
με μάτια καρφωμένα

κοιτάζοντας ολοένα
προς το τρεχάμενο νερό, μα δίχως να το νιώθει·
μέσα του κόσμος πλανερός,—ονείρατα, έγνοιες, πόθοι,—
χτυπιέται και βοΐζει,
κι αυτός τί θέλει δε γνωρίζει.

Κι ο ποιητής με τα όνειρά του,
και το ταιράκι με τον έρωτά του,
κι οι δυο δουλευτικοί λεβέντες
που την περνούν την ώρα με κουβέντες,
κι η πρασινάδα κι η γαλήνη

και ο μέγας ήλιος που με φως τα πάντα περιχύνει,
οι ανθοί, τα δέντρα, τα πουλάκια,
και με τα μουρμουρίσματα τα ρυάκια,
η θωριά του γραμμένου εκείνου τόπου
με σμαραγδιού τρεμόφεγγα και μαργαριταριού,

όλα, απ’ τ’ ανάσασμα του χορταριού
ώς το χτυπόκαρδο του ανθρώπου,
απ’ της ανήσυχης ψυχής τα ανήσυχα κοιτάματα,
ώς τη βοή των μελισσών απάνου στα λουλούδια,
η Φύση και όλη απάνου εκεί ζει μ’ έγνοιες, με πετάματα,

με ακτίνες, ευωδιές, φιλιά κι αγάπες και τραγούδια,
ριζώνει, περπατεί, μιλεί, σαλεύεται, δουλεύει,
όμως δε δείχνει τίποτε, δεν ξέρει, ουδέ υποπτεύει
ότι την ίδιαν ώρα εκείνη
εκεί κοντά, παράμερα, γεννήθη ένας Θεός,

που σαν εκείνο το φτωχό, που εμπρός του τώρα κλίνει,
θα σκύψει εμπρός του κόσμος και λαός,
κι ότι αγγελούδι θαυμαστό κατέβη απ’ τον αιθέρα
να στεφανώσει ενός Θεού την τρισαγία μητέρα!

Ζωγράφε με της ιερής σου εικόνας
την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,
αληθινά και αθέλητα σοφός,
ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει
ίδιος πάντα· στων αιώνων τους αιώνας.
Ιστόρισες την οικουμένη!

Θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν,
κι ανοιγοκλείνουν οι ουρανοί
κι από τη σκάλα του Ιακώβ ανεβοκατεβαίνουν
άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί,
και με τη γη ανταμώνονται…

Μα πιο ψηλά από κείνους
κι από θαυμάτων αστραπές και μυστηρίων κρίνους
η Φύση νά! η αδιάφορη, η μεγάλη,
οπὄχει μύρια πρόσωπα, μύριες ψυχές και κάλλη,
αδιάκοπα παντοτινά
παντοτινόν αδιάκοπο τον άνθρωπο γεννά,

τον άνθρωπο που αδύνατος αντρειεύεται
και ψάχνει νά βρει τ’ άβρετο τυφλά,
και το πιθάρι της δουλειάς ιδρώνοντας κυλά
και του έρωτα μυρίζεται τ’ άνθος κι αναγαλλιάζει·
τον άνθρωπο που τους θεούς αλλάζει,
αλλά πιστεύει πάντοτε κι ελπίζει κι ονειρεύεται.

Κ. Παλαμάς

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Αλχημεία του πόνου

Με χίλιες φλόγες πάθους ο ένας σε φωτίζει,
ενώ βαρύ ο άλλος πένθος σου 'χει βάλει, ώ Φύση!
Στον έναν ό,τι λέει: "Η ζωή σου εσέ από σφρίγος σφύζει!

Άγνωστε 'Ερμή, που με βοηθάς, τις απειλές σου
και τις φοβέρες σου τις έμαθα, τις είδα!
Εσύ 'σαι αυτός που μ' έκανε ίδιο με τον Μίδα,
τον θλιβερότερον απ' τους αλχημιστές σου.

Σύ φταίς που κάνω μπρούντζο το χρυσό λογάρι
και τον παράδεισο της κόλασης πατάρι•
ό,τι έχει των νεφών το σάβανο να φάγει
στο φως το βγάνω και είναι εράσμϊο κουφάρι•
στα δε επουράνια ρείθρα και στα σιέλ τενάγη
από τα χέρια μου βλογιούνται σαρκοφάγοι.

C. Baudelaire

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Έμμονη ιδέα

Σαν τους καθεδρικούς ναούς σας τρέμω εγώ,
βαθύσκια δάση - στριγγλάτε σαν αρμόνια.
Αιώνια πένθη κλαίνε και δονούν τις
κατάρατες ψυχές μας,
όπου ρόγχοι απ' τα παλιά μια φράση αρθρώνουν,
και τους απαντούν αντίλαλοι από De profundis.

Μισώ σε, Ωκεανέ - ναι! Ταραχή, αντιμάμαλα,
πατάγους το πνεύμα μου τα συναντάει κι εντός του•
τις δε καταστάσεις του νικημένου ανθρώπου,
με τους θρήνους και τις ύβρεις του άγους,
τ' αφτί μου τις ακούει και στο γριφώδες γέλιο της θαλάσσης.

Πως μ' ετερπές, ω Νύχτα! - 
ιδίως δίχως τ' άστρα: αυτά τα σκεύη του φέγγους,
που το φως τους γλώσσα απ' όλους νοητή μιλάει...
Ο νους μου το κενό, το μαύρο και το αστόλιστο ζητάει!

Μα ενδύματα δεν είναι μήπως και φορέματα τα ερέβη;
Είναι όντως, ναι! - 
και ντύνουν ό,τι απ' των ματιών μου τις πομόνες πετιέται,
που 'χε μες σε οικείου βλέμματος πεθάνει εικόνες.

C. Baudelaire 

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Ηφαίστειος λόγος

Κύμα σπασμωδικό σκάει ο λόγος
στην άσπρη αμμουδιά της σελίδας
εκρήγνυται στα βράχια της σιωπής
και μαζεύει η μνήμη λέξεων αφρούς
ν' ανασυντάξει το ρυθμό της θάλασσας.

Σπάει το απόστημα μιας φουρτούνας
που δεν βρήκε κρατήρα να τιναχθεί
να φτύσει τον ουρανό στο πρόσωπο
να χύσει στο χαρτί την πύρινη λάβα.

Μαύρη προφητεία, πίσσα απ' το στόμα
θα κάψει την ακοή έως τα γάγγλια
θα φράξει τη ροή των σκέψεων
θα πνίξει στα σπάργανα τις ιδέες

η απόγνωση θα πηδήξει στην άβυσσο.

W. Puchner

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Tρώγοντας ποίηση

Μελάνι τρέχει από τις γωνίες του στόματός μου.
Δεν υπάρχει ευτυχία σαν τη δική μου.
Τρώω ποίηση. Διαρκώς.
Η βιβλιοθηκάριος δεν πιστεύει στα μάτια της.
Τα μάτια της είναι λυπημένα
και περπατάει με τα χέρια στο φόρεμά της.
Τα ποιήματα έφυγαν.
Το φως είναι αμυδρό.
Τα σκυλιά είναι στις σκάλες του υπογείου και ανεβαίνουν.
Οι βολβοί του ματιού τους ρολάρουν
τα ξανθά πόδια τους φλέγονται σαν φρύγανα
Η καημένη η βιβλιοθηκάριος αρχίζει να 
χτυπά κάτω τα πόδια της και να κλαίει.
Δεν καταλαβαίνει.
Όταν πέφτω στα γόνατά μου και γλείφω τα χέρια της,
ουρλιάζει.

M. Strand

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Ο Θεός του Πολέμου

Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει
μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα 
κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη 
και σ’ εφήβους έδειχνε τα αχαμνά του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. 
Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου 
τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, 
όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. 
Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες 
τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, 
πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε 
για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες 
πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι 
όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του 
πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.

B. Brecht 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Όρια

Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.

Σʼ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κιʼ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.

Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σʼ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;

Απʼ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.

Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν ναʼ τανε λιθογραφίες.

Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κιʼ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.

Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σʼ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.

Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.

Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θαʼ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κιʼ αλάτι.

Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κιʼ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κιʼ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.

J. Borges

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Στα ψηλά των παραδείσων

Το σπιτάκι που σου έχτισα,
μάγος, για να κατοικείς,
κι αυτό ακόμα —πώς το γνοιάζομαι!—
τάφος είναι σου βαρύς.
Όμως, ω ψυχούλα υπέρλευκη,
μη μου παραπονεθείς·
στα ψηλά των παραδείσων
όλο ψάχνω· και θα ιδείς.
Ψάχνω, και το περιμένω·
Θα βρω μες στα τρίστρατα των ήλιων
σπίτι υπέρλευκο που αϊτοί
δεν τ’ αγνάντεψαν, και μόνο
τα μεγάλα Οράματα το γγίζουν·
και θα σε θρονιάσω εκεί.

Κ. Παλαμάς 

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

Ας μη μετρήσουμε

Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε 
ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά. 
Μπορεί πιο ζεστά να 'ναι κείνα 
που δεν χύθηκαν ακόμη. 

Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε 
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο. 
Μπορεί πιο κόκκινο να 'ναι 
κείνο που πρόκειται να χύθει.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε 
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός. 
Όλοι οι ιδρώτες έχουν τη γέψη 
που 'χουν τα δάκρυα.

Λοιπόν… 
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς. 
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(“Σήμερα”... “Χτες”... “Αύριο”...)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική 
με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν 
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων. 
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό 
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους 
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε 
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει. 
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα. 
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.

Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα. 
Πόνεσε, κλάψε, πείνα. 
Μόνο μην κάνεις τον άλλον 
να πονέσει και να πεινά. 
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε, 
εσύ δυνατέ… ένα μόνο ξέρε: 
πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις, 
ποτέ δε θα φτάσεις στον μπόι των χαμηλών 
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!

Μ. Λουντέμης

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Ένα ασήμαντο πουλί

Ευχόμουν κείνο το πουλί να πάει πιο πέρα·
να μη λαλεί μπροστά στο σπίτι μου ολημέρα.

Νοιώθοντας την υπομονή μου όλο πιο λίγη
χτύπησα τέλος τις παλάμες για να φύγει.

Μα τέτοιο πράμα εγώ να κάνω, τέτοιο πράμα!
Έφταιγε αυτό για τη φωνητική του γκάμα;

Σίγουρα κατιτί δεν πάει καλά μ’ εμένα
να διώχνω κάποιον που σφυρίζει ευτυχισμένα…

R. Frost